- αργοπορώ
- αργοπορώ, αργοπόρησα, αργοπορημένος βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αργοπορώ — (Μ ἀργοπορῶ, έω) βαδίζω αργά, βραδυπορώ, καθυστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. *αργοπόρος, κατά το σχήμα βραδυπόρος > βραδυπορώ] … Dictionary of Greek
αργοπορώ — ησα, ημένος 1. αμτβ., φτάνω καθυστερημένος: Να με συγχωρείτε που αργοπόρησα. 2. μτβ., κάνω κάποιον ν αργήσει: Τους είχε αργοπορήσει το τρένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοργάρω — αργοπορώ, καθυστερώ … Dictionary of Greek
επισχολάζομαι — ἐπισχολάζομαι (Α) βραδύνω, αργοπορώ («οὐκ ἐπισχολάζεται βλάστη», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχολάζομαι «αργοπορώ»] … Dictionary of Greek
αλληωρίζω — [αλληώρας] αργοπορώ, καθυστερώ … Dictionary of Greek
αργεύω — ἀργεύω [αργός II] νεοελλ. 1. αργοπορώ 2. επιβάλλω την ποινή της αργίας σε κληρικό αρχ. αργώ* … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
βραδύνω — (AM βραδύνω) [βραδύς] 1. χρονοτριβώ, αργοπορώ 2. καθυστερώ κάποιον αρχ. αναβάλλομαι … Dictionary of Greek
εκμετρώ — ( έω) (AM ἐκμετρῶ) φρ. «ἐκμετρῶ τὸν βίον, τὸ ζῆν» πεθαίνω αρχ. 1. καταμετρώ 2. μετρώ τις διαστάσεις, παίρνω μέτρα 3. (για χρόνο) περνώ 4. αργοπορώ 5. πορεύομαι, οδοιπορώ 6. υπολογίζω … Dictionary of Greek
εξαργώ — ἐξαργῶ; έω (AM) [αργώ] (επιτ. τ. τού αργώ*) αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.) μσν. (μτβ.) 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει 2. σταματώ από κάτι 3. καθυστερώ από κάτι 4. παραλείπω κάτι 5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι… … Dictionary of Greek